Φασιανός

Φασιανός
Φᾱσιᾱνός, όν,
A from the river Phasis (v. Φᾶσις):—ὁ φ. (sc. ὄρνις), the Phasian bird, pheasant, Phasianus colchicus, Mnesim.9, Ar.Nu. 109 (where some took it for a Phasian horse, cf. Sch.ad loc., Ath.9.387a, and cf. Φασιανοὶ ἵπποι, Φασιανικοὶ δὲ ὄρνεις Hdn.Gr.post Phryn. p.459 Lobeck), Arist.HA557a12, 633b2, Thphr.Fr.180, Ptol.Euerg. 2(b) J., Edict.Diocl.4.17 (Aeg.);

Φ. ὄρνιθες Callix.2

, cf. Ath.14.654c, etc.:—also [full] φασιανικός, Ar.Av.68 (with a play on συκοφαντικός, as [full] φασιανὸς ἀνήρ represents συκοφάντης in Id.Ach.726), Paul.Aeg.1.83;

Φ. ὄρνιθες Poll.6.52

;

Φ. στέαρ Aët.5.118

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φασιανός — from the river Phasis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • φασιανός — φᾱσιᾱνός , φασιανός from the river Phasis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασιανός — ο 1. πουλί στο μέγεθος μικρής κότας, της οικογένειας Φασιανίδες, το φαζάνι, η αγριόκοτα. 2. (ζωολ.), γένος ορνιθοειδών πουλιών της οικογένειας Φασιανίδες που περιλαμβάνει πολλά είδη, των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φασιανόν — Φασιανός from the river Phasis masc/fem acc sg Φασιανός from the river Phasis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανοί — Φασιανός from the river Phasis masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανοῦ — Φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανούς — Φασιανός from the river Phasis masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανῶν — Φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοφασιανός — ὀρνιθοφασιανός, ὁ (Μ) ο φασιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + φασιανός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”